Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(δεν) μετρώ τα

  • 1 μετρώ

    (ε), μετράω μετ.
    1) прям., перен. мерить, измерять;

    μετρώ τίς δυνάμεις μου — взвешивать свои силы;

    μετρώ τα λόγια μου — взвешивать свои слова;

    με τον ίδιο 'πήχυ τα μετράει όλα — у него для всего одна мерка, он подходит ко всему с общей меркой;

    έχω μετρήσει πολλές φορές αυτόν τον κάμπο — я исходил вдоль и поперёк это поле;

    μετρώ διά τού βλέμματος — измерять взглядом;

    2) считать;

    δεν ξέρει να μετρήσει ως το εκατό — он не может сосчитать до ста;

    μετριούνται στα δάχτυλα — по пальцам можно пересчитать, очень мало;

    3) платить, уплачивать;
    § εγλύστρησε και μέτρησε όλη τη σκάλα он поскользнулся и пересчитал все ступеньки; πέντε μέτρα κι' ένα κόβε посл, семь раз отмерь, один отрежь;

    μετριέμαι, μετρ(ι)ούμαι — мериться (силой и т. п.); — тягаться;

    αν κότας, έλα να μετρηθείς μαζί μου если не боишься, то потягайся со мной;

    § θα μετρηθοδμε! — а) мы еще посмотрим, кто кого!, мы ещё померяемся силами!; — б) мы ещё сочтёмся

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μετρώ

  • 2 λόγια

    τα
    1) слова; разговор;

    έχω να σας πω δυό λόγια — мне нужно вам сказать два слова;

    2) толки, слухи;

    λόγια του κόσμου — сплетни;

    § λόγια μετρημένα — немногословно, но веско;

    λόγια παχ(ε)ιά ( — или μεγάλα) — высокопарные, громкие слова; — хвастливые речи;

    κακά λόγια — сквернословие;

    λόγια του αέρα — пустая болтовня;

    τέτοια ώρα τέτοια λόγια — теперь уже поздно говорить об этом, что теперь можно сказать;

    είναι όλο λόγια — это только одни слова, одни обещания;

    είναι μόνο λόγια — одни слова; — пустые угрозы;

    άλλα λόγια ( — давайте) переменим тему разговора;

    μασάω τα λόγια μου — мямлить, выражаться неясно, двусмысленно; — уклончиво отвечать;

    παίρνω λόγια — а) выспрашивать; — б) узнавать стороной;

    βάζω λόγια — наговаривать, ссорить; — строить козни;

    δεν βρίσκω λόγια... — нет слов..., не нахожу слов (чтобы)...;

    χάνω τα λόγια μου — говорить впустую, тратить слова попусту;

    πιστεύω στα λόγια — верить на слово;

    περνώ από τα λόγια στην πράξη — переходить от слов к делу;

    ρίχνω λόγια στον αέρα — бросать слова на ветер;

    δεν μού αρέσουν τα λόγια — я не люблю пустых слов;

    (δεν) μετρώ τα λόγια μου — быть (не)сдержанным на язык;

    δεν παίρνει από λόγια — он слов не понимает, он никого не слушается, с ним ничего не поделаешь;

    ήρθαμε σε λόγια — мы повздорили, поссорились;

    με άλλα λόγια — а) другими словами, иначе говоря; — б) то есть;

    με λίγα λόγια — а) в нескольких словах, вкратце; — б) короче говори;

    με δυό λόγια ( — одним) словом;

    λίγα λόγια! παρακαλώ! — прошу короче!;

    τα πολλά λόγια είναι φτώχεια — погов, много слов — мало дела; — в многословии не без пустословия;

    χίλια λόγια ένά άσπρο — погов, не стоит тратить столько слов; — зря болтать — только время терять

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λόγια

  • 3 μέτρον

    τό
    1) мера;

    μέτρα μήκους — меры длины;

    μέτρα και σταθμά — меры веса;

    2) метр (единица измерения);

    τετραγωνικό μέτρον — квадратный метр;

    κυβικό μέτρον — кубический метр;

    3) мерка; размер;

    παίρνω μέτρον ( — или τα μέτρα) — измерять; — снимать мерку;

    πήρα τα μέτρα τού οικοπέδου — я измерил строительный участок;

    έκαμα λάθος στο μέτρο — я ошибся размером;

    σύμφωνα με τα μέτρα — по размеру;

    4) мера, мерка (сыпучих тел и жидкости);

    μέτρ σιτηρών — мера пшеницы;

    5) перен. мера (величина, степень);

    στο μέτρον τού δυνατού — по мере возможности;

    στο μέτρον των δυνάμεων μου — по мере моих сил;

    αυτό υπερβαίνει το μέτρον των δυνάμεων μου — это выше моих сил;

    6) мера, предел;

    παν μέτρον άριστον — всё хорошо в меру;

    δεν γνωρίζω τί εστί μέτρον — не знать чувства меры;

    7) мерка, мерило, критерий;

    έχω ( — или εφαρμόζω) δύο μέτρα και δύο σταθμά — подходить с двумя разными мерками (к чему-л.), быть пристрастным;

    8) (чаще πλ.) мера, средство;

    μέτρο ποινής — мера наказания;

    προσωρινά μέτρα — временные меры;

    δρακόντεια μέτρον — драконовские меры;

    προφυλακτικά μέτρα — или μέτρα προφύλαξης — меры предосторожности;

    σύντονα (αποφασιστικά, δραστικά, προληπτικά) μέτρα — энергичные (решительные, действенные, превентивные) меры;

    παίρνω ( — или λαμβάνω) μέτρα — принимать меры;

    λάβε τα μέτρα σου — береги себя;

    9) лит. размер (стихотворный);

    ιαμβικό μέτρον — ямб;

    10) муз. ритм, такт;

    § εν μέτρω — или με μέτρο — в меру, умеренно, разумно;

    'εν τινι μέτρω — в какой-то мере; — в какой-то степени;

    άνευ μέτρου — без меры;

    υπέρ το μέτρον — сверх меры

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέτρον

См. также в других словарях:

  • μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • αμέτρητος — η, ο (Α ἀμέτρητος, η, ον και ος, ον) [μετρῶ] 1. αυτός που δεν μετρήθηκε ή δεν μπορεί να μετρηθεί, ο άμετρος, ο ανυπολόγιστος 2. αναρίθμητος, πολυπληθύς, πολυάριθμος νεοελλ. αυτός που δεν έχει μετρηθεί με ακρίβεια, δεν έχει καταμετρηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • μήτις — Μυθολογικό πρόσωπο, μητέρα της Αθηνάς, προσωποποίηση της φρόνησης και της σοφίας. Ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος και πρώτη σύζυγος του Δία. Σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα από παράκληση του Δία, πρόσφερε στον Κρόνο ένα εμετικό φάρμακο,… …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • μέδιμνος — Μονάδα χωρητικότητας για ξηρά εδώδιμα, κυρίως σιτηρά. Θεσπίστηκε από τον Σόλωνα στην Αθήνα, ενώ υποδιαιρέσεις του ήταν ο τριτεύς (ένα τρίτο), ο εκτεύς (ένα έκτο), το ημίεκτο (ένα δωδέκατο), ο χοίνιξ (ένα τεσσαροκοστό όγδοο) και η κοτύλη (ένα… …   Dictionary of Greek

  • μετρημός — ο (Μ μετρημός) [μετρώ] 1. μέτρηση, καταμέτρηση, μέτρημα, απαρίθμηση («τα κρίματά σου είναι πολλά και μετρημό δεν έχουν», δημ. τραγούδι) 2. φρ. «δεν έχω μετρημό» είμαι αμέτρητος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»